- αλλοτριοφαγικός
- -ή, -ό [αλλοτριοφαγία]ο σχετικός με την πάθηση τής αλλοτριοφαγίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] … Dictionary of Greek